καθυλομανώ

καθυλομανώ
καθυλομανῶ, -έω (Α)
(επιτατ. τού υλομανῶ) (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά σε κλαδιά και φύλλωμα, φουντώνω, αγριεύω («ὡς τὰ δένδρα καθυλομανεῑ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑλο-μανῶ («είμαι σκεπασμένος με πυκνό δάσος» (< ὕλη + -μανῶ < -μανής < μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”